Πόσο “πράσινη” είναι η ελληνική τουριστική βιομηχανία;
Στροφή προς την αειφορία και την υιοθέτηση πιο «πράσινων», φιλικών προς το περιβάλλον, πρακτικών κάνουν οι ξενοδόχοι, αναγνωρίζοντας την ανάγκη προσέγγισης των περιβαλλοντικά ευσυνείδητων τουριστών, μια κατηγορία που αυξάνεται με γοργούς ρυθμούς και θα μας απασχολήσει τα επόμενα χρόνια.
Μιλώντας όμως για αειφόρο τουρισμό, πόσο «πράσινα» θεωρούνται σήμερα τα ελληνικά ξενοδοχεία; Έχουν επενδύσει αρκετά προς αυτή την κατεύθυνση οι Έλληνες ξενοδόχοι και τι θεωρούμε ως πράσινο – βιώσιμο κτίριο;
Όπως εξηγεί στο fortunegreece.com η Μαρία Δέδα, Founder & Head Architect του αρχιτεκτονικού γραφείου Deda & Architects, ως βιώσιμα χαρακτηρίζονται τα κτίρια με το μικρότερο δυνατό περιβαλλοντικό αποτύπωμα κατά την διάρκεια κατασκευής και λειτουργίας, κτίρια με ενεργειακή αυτονομία, κτίρια που συγχρόνως παρέχουν υψηλής ποιότητας συνθήκες στους χρήστες.
Δεδομένου ότι η χώρα μας είναι αναμφισβήτητα ξεχωριστή, με το μεσογειακό κλίμα και την ελληνική τοπογραφία, να συνθέτουν τις ιδανικές συνθήκες για την ανάπτυξη βιώσιμων τουριστικών δομών, η μελέτη και κατανόηση του φυσικού τοπίου, με στόχο την αξιοποίηση των δυνατοτήτων του, αποτελεί την αφετηρία του σχεδιασμού των ελληνικών μονάδων φιλοξενίας τα τελευταία χρόνια.
«Ο καλύτερος τρόπος να παντρευτεί η αρχιτεκτονική με το φυσικό περιβάλλον είναι μέσω των υλικών. Επιλέγονται τοπικά, φυσικά υλικά ώστε να εξοικονομείτε ενέργεια κατά την επεξεργασία και μεταφορά τους, ενώ ταυτόχρονα αναδεικνύεται η ελληνική ταυτότητα και αυθεντικότητα. Το ενδιαφέρον για τον σχεδιασμό των ενδιάμεσων δηλαδή ημιυπαίθριων χώρων αποτελεί και αυτό χαρακτηριστικό της βιώσιμης αρχιτεκτονικής και μάλιστα πιο επίκαιρο από ποτέ λαμβάνοντάς υπόψιν την πανδημία».
Συναντάμε εξωτερικές τραπεζαρίες και καθιστικά, είτε ιδιωτικά, είτε κοινόχρηστα, όπως και στην αρχαία Ελλάδα, που οι κύριοι χώροι διημέρευσης ήταν προστατευμένοι εξωτερικοί χώροι. Αυτοί οι χώροι διαμορφώνονται με στοιχεία σκιασμού, κατάλληλη φύτευση και υδάτινες επιφάνειες ώστε να προσφέρουν άριστο φυσικό αερισμό και φωτισμό, να συνεισφέρουν στην υγιεινή των εσωτερικών χώρων, και να δημιουργούν συνθήκες θερμικής άνεσης.
«Παρατηρώ πως, τα τελευταία χρόνια, οι Έλληνες ξενοδόχοι ενδιαφέρονται για την δημιουργία νέων συνθηκών και εμπειριών που εντείνουν τη σχέση του επισκέπτη με το φυσικό περιβάλλον, καθώς αυτό αποτελεί την νέα μορφή πολυτέλειας. Η ελληνική φιλοξενία πιστεύω πως σέβεται το φυσικό περιβάλλον και ένας λόγος παραπάνω είναι το γεγονός πως οι τουρίστες εμφανίζουν ανεπτυγμένη περιβαλλοντική συνείδηση και ευαισθησία που επηρεάζουν τις επιλογές τους. Η περιβαλλοντική μέριμνα των τουριστικών επιχειρήσεων επιβραβεύεται και είναι σημαντικό να συνεχίσει να επιβραβεύεται» υπογραμμίζει η κα Δέδα.
Σε ότι αφορά τον αειφόρο τουρισμό, καταλήγει πως η Ελλάδα έχει τη δυνατότητα, και πρέπει, να επενδύσει περισσότερο σε εναλλακτικές μορφές τουρισμού καθ’ όλη την διάρκεια του έτους ώστε να ανακουφιστεί ο μαζικός τουρισμός και να μειωθούν οι περιβαλλοντικές επιπτώσεις που προκαλεί κατά την καλοκαιρινή περίοδο αιχμής.
Η εθνική νομοθεσία έχει αγκυλώσεις
«Έχουμε πολύ δρόμο μπροστά μας για να πούμε ότι έχει γίνει πλήρης προσαρμογή των ελληνικών επιχειρήσεων στις επιταγές του πράσινου τουρισμού. Αυτή τη στιγμή η εθνική νομοθεσία έχει αγκυλώσεις και οι επιχειρήσεις δυσκολεύονται να διεκπεραιώσουν πιστοποιήσεις δράσεων που αφορούν την αειφορία και την πράσινη ανάπτυξη. Σε επίπεδο Κράτους είναι ελλιπής η αποκομιδή ανακύκλωσης (μπλε κάδοι) αλλά και η ανακύκλωση των οργανικών αποβλήτων (καφέ κάδοι) που θεωρούνται πράγματα βασικά» σχολιάζει ο Πρόεδρος της ΠΟΞ, Γρηγόρης Τάσιος.
Για να υπάρξει πρόοδος, θα πρέπει να δούμε, όπως λέει, την μεγάλη εικόνα συμπεριλαμβανομένων των υποδομών που υπάρχουν εκτός των επιχειρήσεων. Πρακτικά αυτό σημαίνει ότι επιβάλλεται να γίνει προσαρμογή της αυτοδιοίκησης ά και β΄ βαθμού σε αυτές τις νέες ανάγκες που δημιουργούνται ξεκινώντας από την διαχείριση υγρών και στερεών αποβλήτων, την αστική ανάπλαση εύκολης πρόσβασης για τους πελάτες κ.α.
«Δυστυχώς ελάχιστα ξενοδοχεία, αυτή τη στιγμή, θεωρούνται πράσινα τα οποία είναι κυρίως εποχικού χαρακτήρα και βρίσκονται σε διάφορα σημεία της Ελλάδας. Εδώ οι πιστοποιήσεις έρχονται, είτε από Tour Operators, είτε από ανεξάρτητους φορείς. Επομένως όποια υπεραξία προσδοκούμε στο μέλλον για καλύτερη οικονομική απόδοση των επιχειρήσεων θα πρέπει να την δούμε υπό το πρίσμα της στρατηγικής που ακολουθούμε ως χώρα. Διότι διαφορετικά δύσκολα θα μπει ένας επιχειρηματίας στην διαδικασία από μόνος του να προχωρήσει σε επενδύσεις όταν ο ανταγωνισμός δεν το κάνει».
Ζωή “ποδήλατο” για τα ξενοδοχεία
Ανάμεσα στις πιστοποιήσεις που αποκτούν οι Έλληνες ξενοδόχοι είναι και αυτή που τους επιτρέπει την ένταξή τους στο δίκτυο BIKE FRIENDLY DESTINATION, δίνοντας τη δυνατότητα στον επισκέπτη να μετακινείται με ασφάλεια χρησιμοποιώντας το ποδήλατό του.
«Τα τελευταία χρόνια και λόγω της πανδημίας, αλλά και λόγω της οικονομικής κρίσης, ακόμα και στην Ελλάδα, το ποδήλατο σημειώνει ανάπτυξη. Βλέπουμε ότι οι ξενοδόχοι στρέφονται σε αειφόρες λύσεις προς τους πελάτες οι οποίοι τις αναζητούν και τις επιβραβεύουν. Η πιστοποίηση Bike Friendly αρχικά αφορούσε τον ποδηλατικό τουρισμό, αλλά σύντομα επεκτάθηκε, διότι μιλάμε για μία ήπια μορφή μετακίνησης τουριστών. Η επιχορήγηση δε κατά 40% από τα προγράμματα ηλεκτροκίνησης έδωσε κίνητρα στις επιχειρήσεις να επενδύσουν προς αυτή την κατεύθυνση» τονίζει η Βίκυ Καραντζαβέλου, Υπεύθυνη Δημοσίων Σχέσεων της NatΤour, της αστικής, μη κερδοσκοπικής εταιρείας η οποία σε συνεργασία με την Ελληνική Εταιρεία Προστασίας της φύσης απονέμουν το εν λόγω σήμα που τελεί υπό την αιγίδα του Υπουργείου Τουρισμού και του Υπουργείου Περιβάλλοντος & Ενέργειας.
Υπογραμμίζει πως το ποδήλατο δεν μολύνει το περιβάλλον. Παράλληλα, ο χρήστης του “ζυμώνεται” με τη φύση και τον περιβάλλοντα χώρο δεδομένου ότι ο ποδηλάτης βιώνει μία διαφορετική εμπειρία που δεν θα είχε τη δυνατότητα να βιώσει εάν οδηγούσε αυτοκίνητο ή μηχανή.
«Παρακολουθώντας εδώ και τρεις δεκαετίες τις παγκόσμιες τάσεις στην τουριστική βιομηχανία και έχοντας ταξιδέψει αρκετά, αναγνωρίζω ότι έχουν γίνει μεγάλα βήματα από τους Έλληνες ξενοδόχους διότι αντιλαμβάνονται την αξία της ενέργειας. Ακόμη και μικρότερου μεγέθους ξενοδοχειακές μονάδες αναζητούν προγράμματα που θα βελτιώσουν την ενεργειακή τους απόδοση. Χρειάζεται, ωστόσο, καλύτερη ενημέρωση και εκπαίδευση των ξενοδόχων, όπως επίσης και διάχυση των καλών πρακτικών που υπάρχουν αυτή τη στιγμή στα ελληνικά ξενοδοχεία».
από την ΜΑΡΙΑ ΑΚΡΙΒΟΥ
Πηγή: FORTUNE GREECE